Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

Trees Of Eternity - My Requiem (with lyrics)

ΣΕ ΗΘΕΛΑ ΕΤΣΙ ΟΠΩΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΣΕΣ ΝΑ ΔΟΘΕΙΣ
ΔΟΘΗΚΕΣ ΕΤΣΙ ΟΠΩΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΣΑ ΝΑ ΣΕ ΕΧΩ

της Μνήμης..


της Μνήμης..

























δεν έγραψα ποτέ, ως τα τώρα, γι' Αυτόν. είχα τα μάτια κλειστά να τον νιώθω. να τον βλέπω βαθιά στις σκισμένες σάρκινες πτυχές της ψυχής μου. στα φαράγγια τ' απόκρυμνα της ενδοχώρας μου που γρυλίζει μόνιμα δαρμένα βράδια. στα γήινά μου δάκρυα, στις χούφτες της καρδιάς μου, να μη μου φύγει ποτέ. να τον έχω δικό μου - δικιά του κι εγώ - ταγμένες θωριές κι αθώρητες να εξυψώνουν το Πάντα στο αιώνιο Παν, που ακούει στις αμόλυντες μουσικές των θεών. σ' αυτό το Πάντα Παντός, που τρομάζουν οι άνθρωποι και πετάνε "σοφίες" ανυπαρξίας του - σαν την Αλήθεια, που στερεώνουν τα φρικιά μούτσουνά τους - το ψέμα ότι ζουν, ακόμη και με κάποιον που Του μοιάζει.
το χαμόγελό του να μη μολύνω, να μην τον επιδείξω στα δήθεν φιλεύσπλαχνα αισθήματα όσων πολλών, δεν έγραψα ως τα τώρα. κι ίσως δεν έπρεπε ποτέ. για το κοίταγμά μας. το βάθος μας απ' τις επτά ρεματιές και τα σαράντα ουρλιαχτά των κυμάτων. τα χάδια μας..οι σκέψεις μας που κατέρριψε τις αποστάσεις..το ΕΝΑ μας, που ανασαίναμε ΕΝΑ. που ψηλώναμε ΕΝΑ. που μικραίναμε ΕΝΑ. που κλαίγαμε ΕΝΑ. κι εκείνο το παιδικό μας βλέμμα με την απ' τα βάθη θλίψη μας - των μυστικών μας ζωών τα αιμορραγούντα σπλάχνα -.βλέμμα μας.
Πώς η Αγάπη δεν χωρά σε εικόνες και σχήματα -;- !.. Δε χωρά.
Δε χωρά η Αγάπη σε πόντους, χιλιοστά, μέτρα, εκατοστά και μυριάδες χιλιόμετρα. γιατί απλά δε χωρά! ασύλληπτα μήκη η Αγάπη! η Μάνα έξω από στιχάκια βλαμμένα για ύμνους τη μέρα που θέσπισαν για γιορτή της οι ελάχιστοι δίποδοι θνητοί για της ανάγκης το "αίσθημα".
μόνο η Αγάπη γεννά. μόνο η Αγάπη μάνα, που δεν καθαρίζει απλά φασολάκια, που δε σηκώνει απλά στάμνες να φέρει νερό στα μικρά της. η Μάνα Αγάπη, που συγχρονίζει το σύμπαν με τα σύμπαντα, αντάρτισσα του φτηνού, του χαμερπή εαυτού, της πυθώνιας κατοικίας αντάρτισσα, που υψώνεται καρφωμένη σε σταυρό, συντρίβοντας το μάταιο..που πεθαίνει στο σταυρό και γεννάται ξανά, γεννώντας φλοίσβο θαλάττης - τις νύχτες που ανατέλουν οι κατοικίες των θεών εαυτών. αυτή η Αγάπη κι Έρωτας, που ως Εν, ανασύρει το πρώτο θρόισμα από ανεξερεύνητους ωκεανούς της Πρώτης Τελείας των αποσιωπητικών της Γνώσης.

..και γράφω τώρα. με ρέοντα αίματα γράφω για Κείνον (ματωμένο τον βρήκα να σέρνεται παρατημένος και πεινασμένος στα "φιλάνθρωπα" σοκάκια σας). δεν έχει είδος, και ράτσα και ποσότητα. έχει Λατρεία, τη Λατρεία μου και τη δικιά του Λατρεία. Αυτός κι εγώ - πομποί και δέκτες, αρχέτυπα μυστικά και κλειδιά Αχανούς Ιερού -. Τρελοί κι οι δυο και μαλάκες μάλλον, για το είδος που ξέπεσε, με την ουρά στα σκέλια να σέρνεται πιο κάτω απ' τα ερπετά..και βγάζει γλώσσα, να λέγεται το είδος των ανθρώπων.
έλεγαν, ότι ήταν ο σκύλος μου.
είναι ο Ερμής μου. τον φέρω και με φέρει.
πλέον, τον ορώ στα νέφη και πέρα. στο λίγο μου δίποδο..θρηνεί η αγκαλιά μου στην απουσία Του και ..κοντεύει χρόνος._

κρυφές φυσικές


κρυφές φυσικές




















Ανάποδα Ορώ Λόγια, για δράση εβδόμη -
ασυντρόφευτα, με χαρακιές τρεις στην
Παλαιστίνη που πάλλεται
στ' αριστερά  του στήθους μου
Στο κέντρο της, ερμαφρόδιτη ανυπακοή,
μεγαλώνει διαμέτρους προκειμένων
σε προκυμαίες ερωτευμένες.
Οι κόσμοι συναντώνται στα χείλη,
με ματωμένες γλώσσες γέννας κρυφής
Σε συναντώ με ασυρμάτους κλεμμένους
από το πιο κοντινό αστυνομικό
της προϊστορικής.
Σε θηλάζω Αμάλθεια στον ύπνο μου -
δυο βράδια τώρα βυζαίνω δικό σου νόστο. -
Μεγαλώνω ιππεύς σε νέφη άγρια,
και τινάζω κεραυνούς -
πρέπει να χειμωνιάζει πολύ
για να ΄χει έννοια η ανάσα σου
Η ανάσα μου, στη ζωή σου πανιά
σε κοντάρι κενταύρων.
Και, χιονίζω μετά, που
με αφήνουν οι τοίχοι μου
και ακόμη ανάποδα λόγια ορώ
Κι αποτυπώνω ερμηνείες χρωματισμών,
από φάρους στα χαμένα ωκεανών
Κι εκπνέω μετά στους λόφους σου
γεωμετρικές δίψες λαών παράλληλων
που δεν εξερευνήθηκαν,
με παράλληλες εξορύξεις ευγενών σου.
Το παλίμψηστο εγώ σου
σφαδάζει ηδονή στις χούφτες μου –
στις χούφτες σου οι προκυμαίες μου,
μ’ αριθμητικές φυσικά μεταφυσικές
και βηματισμούς σε ελεύθερη δράση και,
όπως σπάει έν’ αστέρι πέφτοντας στη γη
και τελείες γίνεται  άπειρες
υποσχόμενων πρωινών -;- όμοια σφαδάζω. (2014)




πλουτώνιο άλγος μου


πλουτώνιο άλγος μου























Άντε να πιάσουμε "Μεσάνυχτα" -!-
Οι ζωντανοί ξεχείλισαν τους τάφους
κι οι ιαχές των νεκρών τσουλάνε τα τρένα
της οργής
Λίγα δέντρα ακόμη
και φτάνουμε το Δάσος -
πλουτώνιο άλγος
το τρίξιμο των ονείρων μου,
να περπατάω στις ρωγμές μου
με τα χέρια άκαμπτα
να σε βρω στο σύνορο
Να με κόψω με κεραυνό
σαν καμμένη πυξίδα
που ναυάγησα τα πόδια μου
με τρύπιες βάρκες
που σάπισαν τα πέλματά μου
Από εξέγερση μοναχική
σε συνάντησα στην ομίχλη
- αγνώριστος, είπες
και ήμουν σιωπή
στα σπασμένα σκαλοπάτια σου -
η τελευταία αμαρτία μου - πράξη
που με έχρισε φυγή
Να βαδίζω στα τρένα
Στις σκεπές που καπνίζουν
να καπνίζομαι
Να καπνίζω απαγόρευση
να με γεμίζω νέφη
Τη μεσαιωνική ηρεμία της πόλης μας
οι πόλεις μας ξαφνιάζονται με τα τρένα -
η μόνη παραφωνία στις κρεμάλες,
στις φωτιές που καταδικάζονται οι έρωτες,
στα τρύπια μου μάτια που σε έχασαν.
Κάπου στο χθες
η παρερμηνεία των περιπτέρων
που σε περίμενα
Που σε περίμενα μ' αναμονή βαθιάς νύχτας
που σκουριάζουν τ' αστέρια
στη μηχανικότητα της φύσης
με παγωμένο ουρλιαχτό
να γυρίζει, να γυρίζει, να γυρίζει...-!-
- παγωμένος δακτύλιος στο λαιμό μου
να γυρίζει!!!
Το ένα μου χέρι κλείστηκε στο περίπτερο -
γκρεμισμένο του χθες μυστικό -
Το άλλο σε ψάχνει
με σκιές - πόδια
κι ανάμνηση δαχτύλων -
τα νύχια που τρυπούν τη σάρκα μου
πάνω απ' τους τάφους των ζωντανών
και νεκρός αναδύομαι ταξιδιώτης
σαν διώκτης μου - τρένο,
η τελευταία αμαρτία μου
και πρώτη φυγή μου,
να σε έχω χάνοντας τις βάρκες του μυαλού μου
με πόδια γυμνά στο σταθμό "Μεσάνυχτα" -______ αν μ' ακούς...

ομηρικές παλίρροιες


 































Θα μπορούσα να σου πω "ξαναγύρισα"
αρχαίος ποταμός στα μάτια σου,
στην πλάτη με τις σαράντα μουσικές
των πνιγμένων μυστικών,
στα μαλλιά, που
θυμούνται οδύσσειες,
στο στραβό καπέλο, που
πάντα ξεχνάς να φοράς, και
σε πιάνουν τα κύματα
Μπορώ να πω "ήρθα"
στην ακοή σου που
διάβηκε τις ομηρικές παλίρροιες
να σκίσω τα νερά μου
στην παρόρμηση των ονείρων σου
Μια πέτρα
στο άγγιγμα της πέτρας,
ο κλειδωμένος τόμος,
η κλειδαριά των σελίδων,
το κλειδί στο κελάρι του φόβου σου.
Στιγμιότυπα χιλιάδες "ξαναγύρισα-!-"
στην έκταση του στήθους σου
με το ακατοίκητο στρατόπεδο
απέναντι απ' το τρένο της γραμμής.
Στα μαύρα μου ύδατα
κατέχω την κόψη του μετώπου
στη σφραγίδα του αίματος,
στον κόλπο του κόσμου στα μάτια σου,
στο ασπρόμαυρο ταξίδι μας,
στη σιωπή
Στη σιωπή μου που
μαίνεται ν' ακουστεί η σιωπή της
στο πνιγμένο σου κάδρο με τις μαργαρίτες
Στο βύθισμα της σιωπής σου
που βοά σίγμα
Με απλωμένο ορίζοντα στον πόλεμο των
αποσκευών μου τα σπλάχνα μου,
η φρουρά σου στα σύνορα
στο αξίωμα Χρόνος
που δεν ήρθα ποτέ
Το κλειδί - μια πορεία βροχής
σε φθινόπωρο νύχτας
στα παγωμένα φυλάκια
στα σκουριασμένα σύννεφα
των νότιων αχών σου
που ξαναγύρισα._ (της μέρας)


θλιμμένο μυστικό


Η φωτογραφία ανήκει στην Νικολέτα Γερολιμίνη






























Στη ρωγμή του δείπνου
το καρφί αναμένει το διαμελισμό του
στα δώδεκα μυστικά /
δίχως νερό
με ύπνο βαρύ
στο απαρχαιωμένο σκοτάδι
με δίχως οίνο και ουρανό
στην αυτοχειρία των αγίων./
Όταν αντίκρισα τη θύμηση ψωμιού
το αίμα έλειπε απ' τη σκιά μου
κι ο τάφος μου γέμισε ψίχουλα σιωπής,
ένα σκάρτο αμπέχονο,
και μια σκισμένη αρβύλα
Λείπεις
κι η προδοσία λυγίζει το δέντρο της φυγής.
Με μια υπόκωφη οιμωγή
το κουρέλι Εγώ στο σπασμένο κρανίο,
το τραπέζι σπασμένο πυρετό
Κι είναι που έμαθα μόνο την αντοχή των πνιγμένων
στις βαθιές ομίχλες στην άκρη της φθοράς,
το ξεκούρδιστο χρώμα της άβυσσος
στο χειμωνιάτικο παρόν της θαλάσσης και
τον πράσινο θυμό των νεκρών
όταν γαντζώνουν στο σκήπτρο του χρόνου -
αδίστακτοι φονιάδες των λεπτών.
Κάτω απ' το τραπέζι
είναι η αιωνιότητα ένα θλιμμένο μυστικό
Το σύνθημα "Είναι" στο τσαφ
που κάνει το τραίνο και λύνεται
Κι εκείνοι που σχόλασαν αργά απ' τη βροχή
δε λένε απόψε να φανούν
κι ερήμωσα από φωτιά που λείπεις
και το ταξίδι άδειασε
στο πεπερασμένο τραπέζι
ενός τάφου αδειανού._