Παρασκευή 16 Μαΐου 2014
Το Έβδομο Βήμα
Αναστατωμένος πέρασε μέσα από τους μισοσκότεινους
χωμάτινους διαδρόμους στρωμένους με χοντρό πλαστικό
που έτριζε και γλίστραγε κάτω από τις δερμάτινες σόλες
των παπουτσιών του σε κάθε του βήμα.
Η ταξιθέτρια περπατούσε ανάλαφρα μπροστά του,
μικροκαμωμένη, αέρινη του έδειχνε τον δρόμο , το
μόνο που είχε δει από αυτήν ήταν ένα χαμόγελο
ζωγραφισμένο με έντονο κόκκινο κραγιόν επάνω
από το πηγούνι της, τα μάτια της ήταν κρυμμένα
στην σκιά όταν πήρε από τα χέρια του το εισιτήριο
και με ένα νεύμα του ζήτησε να την ακολουθήσει.
Η ατμόσφαιρα ήταν πνιγηρή σαν βούρκος κάτω
από την τέντα που κάλυπτε μισό οικοδομικό τετράγωνο,
αν ο αέρας ήταν θεατός θα τον έσκιζε με το σώμα του
καθώς προχωρούσε άβουλα πίσω από την γυναίκα.
Κατά βάθος ήθελε να κάνει μεταβολή και να φύγει ,
να βγει έξω στον καθαρό αέρα, όμως η περιέργεια
για το μετά τον κρατούσε δέσμιο , στα μάτια του
χόρευε η αφίσα που ήταν κολλημένη σε όλες τις
τσιμεντένιες κολώνες της πόλης και έδειχνε
ένα τσούρμο από νάνους, άλογα, χορεύτριες,
ακροβάτες, τίγρεις και παλιάτσους και με έντονα
χρυσαφένια γράμματα υποσχόταν μοναδικές εμπειρίες
για όποιον είχε το θάρρος να επισκεφτεί το Τσίρκο
Των Παραισθήσεων.
Στην αρχή είχε γελάσει με τον παιδιάστικο τίτλο,
όμως εκείνο το ζεστό απόγευμα δεν αντιστάθηκε
στην παρόρμηση του και βρέθηκε στις παρυφές της πόλης
εκεί που είχε στηθεί η τεράστια τέντα και του έκανε
εντύπωση που δεν είδε γύρω του αυτοκίνητα, ανθρώπους,
νταλίκες που συνήθως μεταφέρουν τον εξοπλισμό και
τροχόσπιτα που μένουν οι άνθρωποι των τσίρκων, ούτε
κλουβιά με ζώα είδε, μόνο την τέντα από σκούρο πράσινο
πλαστικό που γυάλιζε σαν λόφος από γρασίδι στον
απογευματινό ήλιο που έπαιρνε την κατηφόρα πίσω
από την άκρη του ορίζοντα.
Η γυναίκα με το ζωγραφισμένο χαμόγελο αμίλητη
του έδειξε την θέση του και πριν προλάβει να την
ευχαριστήσει και να της δώσει το νόμισμα που είχε
στην τσέπη του , όπως έδινε πάντα στις ταξιθέτριες
όταν πήγαινε στο θέατρο ... εκείνη εξαφανίστηκε.
Το περίεργο ήταν πως δεν άκουγε τίποτα γύρω του,
η παράσταση θα άρχιζε σε ελάχιστα λεπτά και κανονικά
το τσίρκο ήταν γεμάτο κι όμως αυτός δεν άκουγε τίποτα
περισσότερο από τον ήχο των βημάτων του, το τρίξιμο που
έκανε το κάθισμα , ντυμένο με σκουροκόκκινο βελούδο,
όταν κάθισε, τον ρυθμικό ήχο της λαχανιασμένης ανάσας του,
ακόμα και τον ήχο που έκαναν τα βλέφαρά του όταν ανοιγόκλειναν
επάνω από τα θολωμένα μάτια του που σάρωναν την στρογγυλή
πίστα μπροστά του για να βρει κάποιο σημάδι ζωής.
Ο εκκωφαντικός ήχος της μουσικής ήρθε από το πουθενά
και εκείνος αναπήδησε ξαφνιασμένος από την απότομη εισαγωγή.
Η παράσταση άρχιζε !!
Kiries ki Kyrio
kalos irthiti la Grande Circo
ton aisthisis kai paraisthisis
έψαξε να βρει από που έρχεται αυτή η στριγκιά φωνή με την
περίεργη προφορά , αλλά δεν εμφανίστηκε κανένας στην πίστα !
ούτε ακούστηκε κάτι άλλο, έκλεισε η μουσική ,
όλα σώπασαν, τα λιγοστά φώτα έσβησαν και μόνο ένας κόκκινος
προβολέας έμεινε αναμμένος στο ψηλότερο σημείο της τέντας
Τότε την είδε
μια λεπτή μοναχική φιγούρα σχεδόν ολόγυμνη , τυλιγμένη σε
αραχνούφαντες κορδέλλες κεντημένες με πούλιες
να γυαλίζει σαν μικρή πυγολαμπίδα ανέβαινε με σβελτάδα
την σχοινένια σκάλα δίπλα στο αριστερό δοκάρι που
κρατούσε την μια πλευρά της τέντας .
Τα μακριά σκούρα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε μια σφιχτοδεμένη κοτσίδα
που έφτανε μέχρι χαμηλά στην μέση της και σε κάθε κίνηση που έκανε
αυτή χόρευε σαν ανεξάρτητο σώμα επάνω της σε έναν χαρούμενο ρυθμό.
Μα εκείνο που του έκανε εντύπωση ήταν τα πόδια της !
Λεπτά, μακριά , καλογυμνασμένα πόδια που ανέβαιναν
χωρίς δισταγμό το κάθε σκαλί και φορούσε ...
χωρίς δισταγμό το κάθε σκαλί και φορούσε ...
λευκές γυαλιστερές γόβες με τακούνι στιλέτο !!!
Ένας κίτρινος προβολέας έστειλε μια δέσμη φωτός στο κέντρο
της σκηνής κι εκεί στεκόταν ακίνητη μια κατάλευκη θηριώδης τίγρη
με την γούνα της κατάσπαρτη από χρυσαφένιες πούλιες που
αντανακλούσαν το έντονο φως και το έστελναν μέσα από ένα
πολύχρωμο πρίσμα σε κάθε άκρη της τέντας, παντού γύρω του
έβλεπε κουκκίδες από χρώματα να χορεύουν σε κάθε ανάσα
του ζώου, γιατί ήταν ζωντανή , αυτό ήταν βέβαιο αν και η ακινησία της
την έκανε να μοιάζει σαν υπνωτισμένη! μια ρόδινη γλώσσα εξείχε
κάτω από τα γυαλιστερά μαύρα μουστάκια της και γύρω της
ένα ζευγάρι νάνων με πολύχρωμα ρούχα έπαιζε κυνηγητό,
σκαρφάλωναν επάνω στην πλάτη της τίγρης που παρέμενε ασάλευτη,
περνούσαν κάτω από την κοιλιά της, τραβολογούσαν την ουρά της
που ήταν και το μόνο που έδινε σημάδια ζωής καθώς πηγαινοερχόταν
σκαρφάλωναν επάνω στην πλάτη της τίγρης που παρέμενε ασάλευτη,
περνούσαν κάτω από την κοιλιά της, τραβολογούσαν την ουρά της
που ήταν και το μόνο που έδινε σημάδια ζωής καθώς πηγαινοερχόταν
ρυθμικά σαν μετρονόμος κι όμως τα χρυσαφένια μάτια της έμοιαζαν
καρφωμένα επάνω του να τον κοιτάνε επίμονα , σαν να τον προκαλούσε
σε μια αναμέτρηση , τόσο ζωντανά που ήταν έτοιμος να πεταχτεί
από το καθισμά του και να τρέξει να παίξει μαζί της όπως οι νάνοι.
καρφωμένα επάνω του να τον κοιτάνε επίμονα , σαν να τον προκαλούσε
σε μια αναμέτρηση , τόσο ζωντανά που ήταν έτοιμος να πεταχτεί
από το καθισμά του και να τρέξει να παίξει μαζί της όπως οι νάνοι.
Η γυναίκα με τα ψηλά τακούνια είχε φτάσει σβέλτα στην κορυφή
της σκάλας, έπρεπε να ξαπλώσει σχεδόν στο κάθισμά του για
να την βλέπει , ένα ζευγάρι κιάλια εμφανίστηκε από το πουθενά
και τα έφερε στα μάτια του.
Έμοιαζε τόσο κοντά του, αν άπλωνε το χέρι θα άγγιζε την
λευκή επιδερμίδα της που γυάλιζε από την χρυσόσκονη και τότε
εκείνη έστρεψε το κεφάλι της προς το μέρος του και τον κοίταξε
κατάματα.
Τα μάτια της είχαν το χρώμα της βιολέτας, μαβιά, έντονα, υγρά
σαν λίμνες την ώρα που βασιλεύει ο ήλιος, θα μπορούσε να
ταξιδέψει μέσα σε αυτά τα μάτια αν δεν έβλεπε μια σκληρή λάμψη
σαν αστραπή να βγαίνει από μέσα τους. Έδειχναν ενοχλημένα
που τα κοιτούσε τόσο αδιάκριτα με τα κιάλια του και χάθηκαν
από το οπτικό του πεδίο!
Την επόμενη στιγμή την είδε να απλώνει τα χέρια, να παίρνει θέση
στην άκρη της πλατφόρμας που στεκόταν και να ετοιμάζεται να
κάνει το πρώτο βήμα επάνω στο χοντρό συρματόσκοινο που ένωνε
τις δυο θηριώδεις κεντρικές κολώνες που κρατούσαν την τέντα .
Δεν είχε βγάλει τις λευκές της γόβες , αυτό πρόσεξε εκείνος
και συνέχισε να παρακολουθεί κάθε της κίνηση με τα κιάλια του.
___Ένα βήμα
και η γόβα στιλέτο άγγιξε το συρματόσκοινο
το τακούνι ακούμπησε γερά επάνω του.
_Εκείνος ένοιωσε ένα πόνο στον ώμο του_
___Δεύτερο βήμα
στεκόταν μόνο επάνω στο συρματόσκοινο
σταθερά χωρίς να χάνει λεπτό την ισορροπία της
_Εκείνος ένοιωσε ένα βάρος στο στήθος του_
___Τρίτο βήμα
η γυναίκα άρχισε να περπατά απόλυτα συγκεντρωμένη
στον στόχο της, την απέναντι πλατφόρμα
_Εκείνος ένοιωσε πως αόρατα χέρια είχαν αρπάξει
κάθε κομμάτι του κορμιού του, το πίεζαν, το βασάνιζαν,
μικρά κομμάτια φωτιάς ξεφύτρωναν στα μπράτσα του,
έκαιγαν την κοιλιά του, τις γάμπες του, τους μηρούς του,
το στήθος, τον λαιμό του ... δεν μπορούσε να φωνάξει ...
δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από την φωτεινή
σιλουέτα που γλιστρούσε στηριγμένη με τις
ψηλοτάκουνες γόβες της επάνω στο συρματόσκοινο_
___Τέταρτο βήμα
η γυναίκα γύρισε και τον κοίταξε χωρίς να σταματά
τον ρυθμό του βηματισμού της
_Εκείνος ένοιωσε περισσότερο την ματιά της, όπως ένοιωσε
και την ανάσα της στον λαιμό του, μια υγρή γλώσσα άγγιξε
την επιδερμίδα του που έκαιγε δροσιζοντάς τον ...
πέρασε επάνω από μια μικρή φλέβα που έστελνε τον ρυθμό
της καρδιάς στο σώμα του, άγγιξε τα λεπτά πτερύγια
των αυτιών του, απαλά χέρια άνοιξαν τα κουμπιά από το
λευκό του πουκάμισο, παραμέρισαν το ύφασμα και η υγρή
γλώσσα κατέβηκε ανάλαφρα στο ιδρωμένο στήθος του,
Ήθελε να κατεβάσει τα κιάλια από τα μάτια του, να αγγίξει
το κεφάλι που χάιδευε το δέρμα του, να πιάσει τα χέρια που
άνοιγαν τα κουμπιά στο παντελόνι του , όμως τα μαβιά μάτια
τον είχαν καθηλώσει στην ακινησία του και δεν ήξερε πια
αν η γυναίκα ήταν σταθερά επάνω στο συρματόσκοινο, αν
προχωρούσε, αν εκείνη ήταν επάνω στο κορμί του , αν όλα
ήταν μέρος της παράστασης ή όλα ήταν στην φαντασία του.
___Πέμπτο βήμα
η ακροβάτισσα έφτανε σχεδόν στην απέναντι πλατφόρμα
ακόμα με τα χέρια τεντωμένα και για μισό εκατοστό του
δευτερόλεπτου το λεπτό τακούνι δεν βρήκε την θέση του'
παραπάτησε !
_Εκείνος ένοιωσε να του κόβεται η ανάσα, άπλωσε το ένα
χέρι να την κρατήσει αλλά έπιασε μια τούφα από απαλά μαλλιά,
έχωσε μέσα στο ζεστό κεφάλι τα δάχτυλά του, μύριζε τόσο
όμορφα , σαν λιβάδι με αγριολούλουδα μετά την βροχή και
πήρε βαθιά ανάσα να συνέλθει ενώ το κορμί του
αναστέναζε κάτω από χιλιάδες ακροδάχτυλα που άγγιζαν
κάθε του εκατοστό , χιλιάδες ηλεκτρικές εκτονώσεις από κάθε
πόρο του δέρματος του σε κάθε άγγιγμα της υγρής γλώσσας
και τότε ένοιωσε πως είχε μπει σε ένα βαθύ άνοιγμα που έκλεισε
μετά την εισβολή και τον κράτησε σφιχτά μέσα του , ακίνητο,
νικημένο, άβουλο. Δεν ήθελε να βγει από αυτό, αλλά κάθε
κύτταρο του μυαλού του του φώναζε να κινηθεί , να ξεγλιστρήσει
από την παγίδα και άρχισε να σαλεύει αργά κάτω από ένα
γλυκό βάρος, πιασμένος σαν ψάρι σε τεράστιο αγκίστρι.
___Έκτο βήμα
η γυναίκα ξαναβρήκε την ισορροπία της και γύρισε και πάλι
να τον κοιτάξει λίγο κοροϊδευτικά αυτή την φορά, μια υποψία
χαμόγελου κρεμόταν από τα βιολετιά μάτια της.
_Εκείνος της χαμογέλασε, ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από το
μέτωπό του, τον λαιμό , το στήθος του, όμως χαμογελούσε κι ας
καιγόταν κι ας χόρευε το κορμί του έναν δικό του ξεχωριστό χορό,
κάνοντας τις ωθήσεις του όλο και πιο δυνατές, να βγει , να γλυτώσει
από την παγίδα του, όχι δεν ήθελε να βγει , να μπει πιο βαθιά ήθελε
για αυτό έγιναν πιο έντονες οι κινήσεις του, να μπει μέσα και να
μην ελευθερωθεί ποτέ από αυτό το γλυκό μούδιασμα που κυρίευε
τα μέλη του, το μυαλό του, τα χείλη του που είχαν τραβηχτεί σε
έναν στραβό μορφασμό σαν να πόναγε φρικτά σε κάθε του ώθηση.
___Έβδομο βήμα
θριαμβικά έκανε το τελευταίο της βήμα η γυναίκα και στάθηκε με
τα χέρια ψηλά γελώντας, περιμένοντας την αποθέωση για το
κατόρθωμά της!
_Εκείνος είδε την λάμψη από τα μάτια της να τον χτυπά κατάστηθα,
σαν ηλεκτρική εκκένωση ήταν η μαβιά αστραπή που σάρωσε το
χωράφι του κορμιού του, κατακαίγωντας τους νευρώνες της ύπαρξής του
και ο πόνος της εκτόνωσης άφησε πίσω του ένα βαθύ ουρλιαχτό να
ξεφύγει από τα παραμορφωμένα χείλη του καθώς ένοιωσε να στραγγίζει
από τους χυμούς της ζωής του, να γίνεται ένας ξερός χείμαρρος
σε μια άνυδρη βουνοπλαγιά και μετά σαν έμβρυο που βγαίνει
από την μήτρα ξεγλίστρησε κι αυτός από την ζεστή υγρή παγίδα του.
Χάθηκαν τα κιάλια από τα χέρια του.
Ακίνητος, εξουθενωμένος παρέμεινε μισοξαπλωμένος στο βελούδινο κάθισμα
να βλέπει το τέλος από το νούμερο της ακροβάτισσας που σβέλτα και πάλι
γλιστρούσε προς τα κάτω πιασμένη από ένα χοντρό σκοινί.
Χαμήλωσε τα μάτια του και πρόλαβε να δει την λάμψη από δυο χρυσαφένια
μάτια που τον κοιτούσαν και την άκρη από ένα πολύχρωμο ρούχο που
χάθηκε στα σκοτάδια την ώρα που έσβηναν οι προβολείς.
Ανασηκώθηκε στο κάθισμά του νοιώθοντας τα γόνατά του να τρέμουν
και το κορμί του αδύναμο να κρατήσει το βάρος του για να σηκωθεί όρθιος
αν και πολύ θα το ήθελε να βγει για λίγο έξω να καπνίσει ένα τσιγάρο
κάτω από τον νυχτερινό ουρανό, έξω στον καθαρό αέρα.
Ακούστηκε και πάλι η εκκωφαντική μουσική που σταμάτησε το ίδιο απότομα
όπως άρχισε μερικά δευτερόλεπτα αργότερα και πάλι κάποιος προβολέας
άναψε ρίχνοντας την φωτεινή του δέσμη σε ένα γυναικείο ζευγάρι που
στεκόταν ακίνητο στο κέντρο της σκηνής.
Ο άντρας έγειρε πίσω στο κάθισμά του ολότελα παραδομένος
στο καινούργιο θέαμα που άρχιζε
Δυο μικρόσωμες γυναίκες με κοντά κατακόκκινα μαλλιά, πανομοιότυπες σαν να
ήταν η μια καθρέφτης της άλλης, με τα ίδια κόκκινα κορμάκια να ντύνουν
τα γυμνασμένα κορμιά τους και με τα πόδια ξυπόλυτα έκαναν την ίδια συγχρονισμένη
υπόκλιση πριν ξεκινήσουν το νούμερο τους.
Δυο χοντρά σκοινιά κρεμόταν από την οροφή της τέντας και οι δυο γυναίκες
με σίγουρες σταθερές κινήσεις άρχισαν να σκαρφαλώνουν με σβελτάδα αίλουρου
η κάθε μια στο δικό της σκοινί .
Πρώτο βήμα
οι γυναίκες έμπλεξαν ανάμεσα στους μηρούς τους το σκοινί και καθώς
πιάστηκαν από τα χέρια άρχισαν να στριφογυρίζουν σαν φίδια σκορπώντας
δίδυμες λάμψεις φωτιάς γύρω τους
_ Εκείνος ένοιωσε μια γλυκιά ζαλάδα να τυλίγει το μυαλό του
και χιλιάδες μυρμηγκίσματα φωτιάς να κεντρίζουν
τους πόρους του κορμιού του
...........
Levina
Σκέψεις από την Levina Vil
Ναυαγοί σε στέρεο έδαφος
Ναυαγοί σε στέρεο έδαφος
Δυο βήματα που /δεν τολμήσαμε ...
Σταθήκαμε απορημένοι να κοιτάζουμε το μακρινό ορίζοντα /σαν το μετέωρο βλέμμα του πελαργού.
Αλυχτούσαν μέσα μας οι «Ανείπωτες λέξεις».
Βουλιάξαμε στην σιωπή...
Δυο μέτρα βλέμματος απόσταση ...
Δώσαμε τα πάντα να κρατηθούμε στην επιφάνεια μας πήρε στο βυθό η δίνη του Πάθους
Κάτι διάφανες ψυχές /σωσίβια '' ήταν παντού /κρατηθήκαμε γερά...
Κι όταν βγήκαμε στην επιφάνεια ...Κανείς δεν αναγνώρισε το τοπίο ...
Τι κρίμα και ήταν μόλις δυο μέτρα βλέμματος η στεριά...
Τι κρίμα και ήταν μόλις δυο μέτρα βλέμματος η στεριά...
Αναρτήθηκε από Maria Lampraki στις 9:08 μ.μ.
Στην άκρη ενός δρόμου..
Στην άκρη ενός δρόμου είδα ένα νεκρό περιστέρι,
στάθηκα για μια στιγμή και είδα πως είχε σκεπάσει με τις φτερούγες του το κεφάλι του σαν να ΄θελε να κρυφτεί απ΄ τον χαμό του.
Μα καθώς περνούσε η μέρα δεν έφυγε από μέσα μου
και σκευτόμουν όλα αυτά που δεν διεκδικώ στη ζωή. Σκευτόμουν ακόμα πως ο άνθρωπος μπαίνει σε πολλούς δρόμους και επιλέγει διάφορα μονοπάτια για να βαδίζει απλά προς μια κατεύθυνση και μετά ήρθε πάλι στον νου εκείνο το περιστέρι που πετούσε μέχρι το τέλος του ελεύθερο στον ουρανό.
Σκεύτηκα πάλι πόσο ουρανό έχω προσπαθήσει να αγγίξω πριν πεθάνω.
Ξαναπέρασα τελικά από κείνο το σημείο που το περιστέρι κείτονταν νεκρό,μα δεν ήξερα πια αν είμαι πιο νεκρός εγώ ή εκείνο το περιστέρι..
στάθηκα για μια στιγμή και είδα πως είχε σκεπάσει με τις φτερούγες του το κεφάλι του σαν να ΄θελε να κρυφτεί απ΄ τον χαμό του.
Μα καθώς περνούσε η μέρα δεν έφυγε από μέσα μου
και σκευτόμουν όλα αυτά που δεν διεκδικώ στη ζωή. Σκευτόμουν ακόμα πως ο άνθρωπος μπαίνει σε πολλούς δρόμους και επιλέγει διάφορα μονοπάτια για να βαδίζει απλά προς μια κατεύθυνση και μετά ήρθε πάλι στον νου εκείνο το περιστέρι που πετούσε μέχρι το τέλος του ελεύθερο στον ουρανό.
Σκεύτηκα πάλι πόσο ουρανό έχω προσπαθήσει να αγγίξω πριν πεθάνω.
Ξαναπέρασα τελικά από κείνο το σημείο που το περιστέρι κείτονταν νεκρό,μα δεν ήξερα πια αν είμαι πιο νεκρός εγώ ή εκείνο το περιστέρι..
Copyrighted by Χάρης Ελευθεριάδης στις 6:58 μ.μ.
.........ΘΗΣΑΥΡΟΣ.............
Nιώθεις αυτά που νιώθω
Πονάς όταν πονάω
Γελάς όταν γελώ
Κι αν έξω κάνει κρύο θα με κρατάς εσύ ζεστό
Θέλεις αυτά που θέλω
Μου δίνεις και σου δίνω
Εσύ είσαι εγώ
Κι απόψε τραγουδάω
Μόνο για σένα που αγαπώ
Πονάς όταν πονάω
Γελάς όταν γελώ
Κι αν έξω κάνει κρύο θα με κρατάς εσύ ζεστό
Θέλεις αυτά που θέλω
Μου δίνεις και σου δίνω
Εσύ είσαι εγώ
Κι απόψε τραγουδάω
Μόνο για σένα που αγαπώ
Αν η ομορφιά ήταν χρυσός
Θα ήσουν θησαυρός
Θα ήσουν θησαυρός
Και μάρτυράς μου ο Θεός
Για σένα είμαι τρελός
Για σένα είμαι τρελός
Θα ήσουν θησαυρός
Θα ήσουν θησαυρός
Και μάρτυράς μου ο Θεός
Για σένα είμαι τρελός
Για σένα είμαι τρελός
Για σένα είμαι τρελός ...;
Για σένα είμαι τρελός ...;
Για σένα είμαι τρελός ...;
Σ' αγγίζω και μ' αγγίζεις
Δακρύζω και δακρύζεις
Κι αν με ρωτάς γιατί
Στις φλέβες μας κυλάει ο έρωτάς σε υγρή μορφή
Δακρύζω και δακρύζεις
Κι αν με ρωτάς γιατί
Στις φλέβες μας κυλάει ο έρωτάς σε υγρή μορφή
Αν η ομορφιά ήταν χρυσός
Θα ήσουν θησαυρός
Θα ήσουν θησαυρός
Και μάρτυράς μου ο Θεός
Για σένα είμαι τρελός
Για σένα είμαι τρελός
Θα ήσουν θησαυρός
Θα ήσουν θησαυρός
Και μάρτυράς μου ο Θεός
Για σένα είμαι τρελός
Για σένα είμαι τρελός
Για σένα είμαι τρελός ...;
Για σένα είμαι τρελός
Για σένα είμαι τρελός
Το άκουγα στο αυτοκίνητο καθώς επεστρεφα από την δουλειά
και σκέφτόμουν...τι να τον κάνεις τον χρυσό...όταν υπάρχουν δίπλα
σου άνθρωποι διαμάντια ολόκληρα.....
Επενδύω λοιπόν στα ανθρώπινα συναισθήματα και μόνο.........
και αν τελικά τα χάσω όλα ,δεν με πειράζει, θα ξέρω ότι μπορώ να
αγαπώ πραγματικά και πάλι μόνο στην αγάπη θα ήθελα να επενδύσω..
Αφιερωμένο σε όλα τα όμορφα φιλαράκια μου εδώ
καλό μεσημέριι
Τρίτη 6 Μαΐου 2014
Η Ψυχή των Αθώων (Πρώτη δημοσίευση)Σάκης Αθανασιάδης
Η Ψυχή των Αθώων (Πρώτη δημοσίευση)Σάκης Αθανασιάδης
Η Ψυχή των Αθώων
Ο έρωτας είναι ένας θάνατος γλυκός
Που σε σκεπάζει ξαφνικά με χίλια φώτα
Δεν σκέφτεσαι, ούτε πονάς
Και τίποτε δεν είναι όπως πρώτα
Ο έρωτας είναι φωνή που την ακούς μια φορά
Και την θυμάσαι πάντα
Όταν τα μάτια σου μυρίσουν μοναξιά
Όταν ο κόσμος γίνεται ξανά χίλια κομμάτια
Αν με ακούς, αν με ακούς…
Δεν ξέρω αν υπάρχει αγάπη
Όμως για νύχτες σε κρατούσα αγκαλιά
Και ας ήσουνα μακριά, σε άδειο κρεβάτι
Ο έρωτας είναι ένας δείπνος με το φως
Μια βρισιά στη βία των ηρώων
Σε αυτούς που συμβιβάζονται με ίσως και πως
Γιατί φοβούνται τη ψυχή των αθώων
Αν με ακούς, αν με ακούς…
Δεν ξέρω αν υπάρχει αγάπη
Είναι όμως σπουδαίο να φαντάζομαι πως
Έχω καρδιά με φωτιά αντί για απάτη
Ο έρωτας είναι ένας δρόμος σκοτεινός
Που δεν σε νοιάζει αν πας σωστά ή λάθος
Αν είναι θάνατος, θα είναι γλυκός
Γι’ αυτό μη σκέφτεσαι και τρέξεις στο λάθος
Nα γεννάς, να πονάς θα σου λένε
Να μην αγαπάς, η αγάπη χάνει
Θα κλαίνε να σε πείσουν θα λένε φτάνει
Στον έρωτα όλοι στο τέλος χάνουν
Μα δεν υπάρχει τίποτε πιο μεγάλο
Να είσαι εσύ, εσύ και η καρδιά σου
cop.2014 Σάκης Αθανασιάδης
Επιτρέπεται η δημοσίευση μόνο σε ηλεκτρονικά μέσα για μη κερδοσκοπικούς λόγους με υποχρεωτική την αναφορά του ονόματος του δημιουργού. Οποιαδήποτε άλλη εκμετάλλευση του έργου ή μέρος αυτού απαγορεύεται άνευ γραπτής αδείας του δημιουργού {Ν.2121/1993, άρθρο 51, Ν100/1975
Αναρτήθηκε από ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ ΣΑΚΗΣ στις 12:26 π.μ.
Παρασκευή 25 Απριλίου 2014
Δεν είμαι ο άνθρωπος..
Δεν είμαι ο άνθρωπος..
..που μπορείς να συνηθίσεις
ούτε που θα υποτάξεις
είμαι η ψυχή που θα αφεθεί
μόνο στης καρδιάς της
το βαθύ θέλω..
με οποιο τιμημα.
Αυτό.-
Αναρτήθηκε από AERIKO στις 12:02 π.μ.
Σε έχω βρεί.
Σε έχω βρεί..
..και τα χάνω
ένα όνειρο που δυναμώνει κάθε μου βήμα
μέσα στην ερημία των καιρών
και στην ερημιά των συν ανθρώπων,
Ένα όνειρο που δεν το φιλεύω στεναγμό
για να μη με κεράσει άλλη πίκρα.
Πόσα γράφει η αγάπη ακόμα
λόγια που καρδιές ματώνουν
κι άλλα που βαθειά λυτρώνουν
"Ουδέποτε αγαπάμε επειδή"
απλά γιατί έτσι....
Αναρτήθηκε από AERIKO στις 12:16 π.μ.
Σάββατο 29 Μαρτίου 2014
Ταξίδι του έρωτα
Είναι που πίσω απ’ τη σιωπή σου ταξιδεύουν
τα καραβάνια
των λησμονημένων
Είναι που μες στα μάτια σου σαλεύουν
σκιές νεκρών
μορφές αγαπημένων
Είναι που μοιάζεις με ταξίδι στο αχανές
Είναι που δρόμους άλλους φανερώνεις
Είναι που κλείνεις τις
καταπακτές
και στο καινούριο θαύμα ξημερώνεις
Είναι που μες στο φέγγος σου αγρυπνώ
σα να πιστεύω πως
υπάρχω ακόμα
Είναι που σου χρωστώ πολύ ουρανό
Κι εγώ δεν έχω παρά λίγο χώμα
Ποιητές.
Όταν ο χρόνος σε επαναφέρει εκεί που σταμάτησες... | |
Τί είναι αυτό που μας κρατάει τόσο κοντά που το μυαλό μου μέρα νύχτα βασανίζει που μου λέει το σ’αγαπώ ψιθυριστά και κάθε βράδυ σαν σκιά με τριγυρίζει Είναι αγάπη.... Είναι αγάπη αυτό που ζούμε τώρα εμείς δεν το ‘χει ζήσει άλλος κανείς γιατί έχει μέλλον- παρελθόν και πια δεν ζούμε στο παρόν μην το φοβάσαι άλλο πια, δεν είναι απάτη Είναι αγάπη.... είναι αγάπη... Τί είναι αυτό που με κρατάει τόσο σφιχτά που δεν μπορώ την σκέψη μου να την αλλάξω που όταν λείπεις μου κρατάει συντροφιά και που θέλω το όνομά σου να φωνάξω Είναι αγάπη.... Είναι αγάπη αυτό που ζούμε τώρα εμείς δεν το ‘χει ζήσει άλλος κανείς γιατί έχει μέλλον- παρελθόν και πια δεν ζούμε στο παρόν μην το φοβάσαι άλλο πια, δεν είναι απάτη Είναι αγάπη.... είναι αγάπη... |
Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014
Ο έρωτας ξέφρενες άμμου δίνες
Ο έρωτας ξέφρενες άμμου δίνες
Ένα άγγιγμα η αγάπη
ένας ψίθυρος
ακουμπώ το γόνατό μου
στου δικού σου τις καμπύλες
και ω τι ρίγος!
ω τι κύμα πυρετικό!
καράβι ακυβέρνητο το σώμα
σε θάλασσα που έρημος βαφτίζεται
γίνεται ο έρωτας ξέφρενες άμμου δίνες
βουλιάζουν οι λέξεις του στο φως
να ζήσω θέλω
στο σώμα σου επιπλέοντας
πόθου να στήνω χορό
τόπο ανοίξτε σε τόπο ιερό
ο ήλιος-έρωτας χορεύει
χορεύει η γη σεισμεύοντας
η ανάσα εκρήγνυται
σε χιλιάδες κραυγές
σε χιλιάδες αηδόνια
σε κατακλυσμούς προγονικούς
σε σοκάκια στέγες παράθυρα
σε ορνιθώνες υπόγειους
έρωτες-πυρκαγιές
φιλιά εγκαύματα
ξυπνώ άγρια νύχτα
ξυπνώ μέσα μου κάθιδρη
κάθε που μ’ αγγίζεις
ψυχής και σώματος γεννιέται
κόλαση άσβεστη φωτιά
ω σάρκα της σάρκας μου
ω σάρκα μου ζωοφόρα
πνοή πνοή μου
αισχυντηλά στην όψη σου
ροδίζουν οι ουρανοί
Αναρτήθηκε από Βίκυ Δερμάνη
Το άγαλμα
Το άγαλμα
Ζωή; Τι ζωή; Μ’ ανθρώπους απόηχους ανθρώπων, μ’ έρωτες φαντάσματα ερώτων. Άνδρες που αισθήματα κι άνθη αφήνουν στο τραπέζι. Γυναίκες, που σαν κρυστάλλινα δοχεία πάνω σε γυαλισμένα έπιπλα, προσμένουν. Τι; Το σώμα δεν επιστρέφει τα των ερώτων που του χαρίστηκαν. Δες! Υψώνονται αράχνινοι οι έρωτες στους ουρανούς του χρόνου. Ύστερα βυθίζονται ληθάρπαστοι σε λίμνη σκοτεινή. Το έζησες. Δεν το 'ζησες;
Σταχτίζω παρελθόν και νιώθω ν’ αναπνέω γιασεμί. Ανθίζω τη στάχτη και τη σκόνη αναπολώντας τη ζωή. Τη ζωή που φεύγει μακριά μας. Απέναντι περνά. Φεύγει η ζωή μακριά μας και απέναντι. Να φύγω κι εγώ θέλω, μα δεν μπορώ. Τ’ αγάλματα ριζώνουν μα δε μετακινούνται. Πύκνωσε η ζωή μου σε μάρμαρο. Η πλάτη μου βαριά ζωή σηκώνει.
Ώσπου τρομάζω και ξυπνώ. Από το αίμα ξυπνώ. Το αίμα το κοχλάζον. Το παρελθόν σαν ένα πορτοκάλι άγουρο και στυφό π' ωριμάζει στη γεύση στιγμών χαριών, αφήνοντας για λάφυρα λίγα κουκούτσια πόνου. Το αίμα κυλά αφήνοντας πίσω του αισθημάτων λεκέδες. Χάνονται στο χρόνο οι σύντροφοι και οι εχθροί. Στην οθόνη των μύθων κυριαρχεί το λευκό. Θεατές γινόμαστε πίσω απ’ τα κάγκελα της μεγάλης του νου φυλακής. Αυτά που ήθελα πια δεν τα προσδοκώ.
Άνεργη, πλέον, του χρόνου. Εποχική, μονάχα, συλλέκτρια πορτοκαλιών. Αφελής τροφοδότρια των στιγμών. Ασχολήθηκα με την άγρα των λέξεων, πλανήθηκα σε πορτοκαλεώνες, νόμισα ότι κόμιζα καρπούς εύχυμους – ενώ το μόνο που κόμιζα ήταν κουκούτσια και οστά…
Άνεργη, πλέον, του χρόνου. Εποχική, μονάχα, συλλέκτρια πορτοκαλιών. Αφελής τροφοδότρια των στιγμών. Ασχολήθηκα με την άγρα των λέξεων, πλανήθηκα σε πορτοκαλεώνες, νόμισα ότι κόμιζα καρπούς εύχυμους – ενώ το μόνο που κόμιζα ήταν κουκούτσια και οστά…
Σ' όχθη λασπωμένη τα πόδια βουλιάζουν. Είπα να φθάσω στη θάλασσα ακολουθώντας το ποτάμι, μα όλο και βουλιάζω απέναντι κοιτάζοντας. Τους πολλούς εαυτούς κοιτάζω να προχωρούν σε κατεύθυνση αντίθετη μαζεύοντας μαργαρίτες – μόνο τα παιδιά φθάνουν στις πηγές. Το ποτάμι πλαταίνει κι όλο ξεμακραίνει η απέναντι όχθη. Δεν τη βλέπω πια. Μόνο βυθίζομαι στη λάσπη που αυξάνεται. Σε λίγο τα πόδια θα είναι από πηλό. Οι σκέψεις από χώμα. Ίσως αφεθώ ν’ επιπλεύσω μέχρι τον πνιγμό που υπόσχονται οι θανάσιμοι νυγμοί της νοσταλγίας. Ίσως αφεθώ στις ηδονές. Ίσως να ταξιδέψω.
Μα... Εδώ. Ρίζωσα εδώ.
Μόνη κάτω απ’ τον καυτό ήλιο. Χωρίς ήλιο δεν μπορώ και είπα να δροσιστώ στους ίσκιους της ακριβής μου ρέμβης.
Μόνη κάτω απ’ τον καυτό ήλιο. Χωρίς ήλιο δεν μπορώ και είπα να δροσιστώ στους ίσκιους της ακριβής μου ρέμβης.
Αν έτσι άγαλμα και συ, μείνε.
Αν πάλι όχι, άμε στο καλό!
Αναρτήθηκε από Βίκυ Δερμάνη
Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014
Πόσο απέραντος είναι ο ορίζοντας...
Οταν βρισκόμαστε ψηλά
όλα τα βλέπουμε μικρά.
Η δόξα και τα βάσανα μας
οι χαρές μας και οι λύπες
δεν έχουν πια καμιά σημασία.
'Ολα εκείνα που κερδίσαμε
ή χάσαμε μένουν εκεί κάτω.
Από την κορφή του βουνού
μπορείς να καταλάβεις
πόσο μεγάλος είναι ο κόσμος
και πόσο απέραντος είναι ο ορίζοντας.
Πάολο Κοέλιο
Tags: Αταξινόμητα
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)